Μπροστά σε μια κοινωνική, οικονομική και πολιτική συνθήκη, εγχώρια και διεθνή, που φαίνεται να οδεύει, ξανά και αμετάκλητα, προς έναν πολύ πιο καταστροφικό, για τις ζωές των πολλών, τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, η επιστροφή σε κρίσιμης σημασίας εμπειρίες του παρελθόντος για το τι συνετέλεσε στην αποτυχία ενός ανατρεπτικού, επαναστατικού περάσματος πέρα από τον καπιταλισμό, είναι όσο ποτέ αναγκαία.
Μια τέτοια ευκαιρία έδωσε φέτος το ντοκιμαντέρ «Ο κόκκινος δάσκαλος» του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, για τον Νίκο Πλουμπίδη. Μια εξαιρετική από όλες τις πλευρές ταινία (πολιτική, αισθητική) που αφηγείται την πολιτική, κοινωνική και προσωπική πορεία του Ν. Πλουμπίδη, μια συνεπή διαδρομή, μέχρι το τέλος, στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Ηταν ακόμη η ελπίδα, η οποία τρεφόταν από μια πλήρως κατανοητή για την εποχή εκείνη πεποίθηση, ότι «έχει η πλάση κοκκινίσει κι΄ άλλος ήλιος έχει βγει σε άλλη θάλασσα, άλλη γη» (όταν δύσκολα μπορούσε να δει κανείς τότε πως, στην πραγματικότητα, αυτό το “όραμα” είχε ήδη μεταλλαχθεί σε φαντασίωση), εν μέσω και του ένοπλου αγώνα εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων, που για πολλούς/ές στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, ήταν συνδεδεμένος με την επιδίωξη μιας, μεταπολεμικά, «άλλης κοινωνίας».
Πιστός, ο Ν. Πλουμπίδης, στη δέσμευση σ΄ αυτό το σκοπό μέχρι το τέλος, μέχρι την ίδια τη στιγμή που έπεφτε νεκρός (δολοφονούνταν) από τα πυρά ενός αμερικανόδουλου κρατικού μηχανισμού που είχε ενσωματώσει και συγκροτούνταν από τους κάθε λογής γερμανοτσολιάδες. Εκτελέστηκε επί κυβερνήσεως Πλαστήρα και αυτός όπως και ο Μπελογιάννης και άλλοι. Ενός μηχανισμού που, αυτοί που τον συγκροτούσαν και τον διοικούσαν, κινούνταν πάντα, μέχρι και σήμερα, στα πλαίσια της εναλλαγής του ανέκαθεν ομότιμου διδύμου «τι Πλαστήρας τι Παπάγος».
Αξέχαστη η σκηνή με την μια και μοναδική, τρεισήμισι λεπτών, συνάντηση με τον γιό του, τον Δημήτρη, μια σκηνή, μια στιγμή, που μένει ανεξίτηλη στη μνήμη, που δεν χρειάζεται λόγια, καθόλου αναλύσεις, γι΄ αυτό που ποικιλοτρόπως εκπέμπει. Αυτό, όμως, που διαπερνά ανεξίτηλα το ντοκιμαντέρ είναι η τραγική αναπαράσταση αυτού που σημάδεψε επώδυνα τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ν. Πλουμπίδη, μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του και έχει να κάνει με την άθλια συκοφάντηση του, από τον Ν. Ζαχαριάδη και το ΚΚΕ, ως «χαφιέ της ασφάλειας». Ωσάν μια συνέργεια του σταλινικού αυτού μορφώματος στην εξόντωση όλων όσων διαφώνησαν και/ή παρέκκλιναν από την προδοσία της Βάρκιζας και το μοίρασμα της Ευρώπης που είχε συμφωνήσει ο Στάλιν στη Γιάλτα.
Και σαν από σύμπτωση, στον κόσμο που ζούμε, βγήκε, την ίδια ακριβώς περίοδο, στις οθόνες και το ντοκιμαντέρ «Ο αλύγιστος Νίκος», μια απόπειρα κατασκευής ενός εξωραϊστικού προφίλ του Ν. Ζαχαριάδη. Σε σημείο να προβάλλονται ακόμα στον ίδιο κινηματογράφο, το ένα πίσω από το άλλο, ωσάν συμπλήρωμα, ή ως «απάντηση», του ενός στο άλλο.
Είναι γι΄ αυτό, ως απάντηση στις σταλινικές διαστρεβλώσεις της ιστορίας, που είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε σε ορισμένα ποικιλοτρόπως διασταυρωμένα συμβάντα εκείνης της εποχής. Συμβάντα που αφορούν τόσο τις ρίζες της εχθρότητας του Ζαχαριάδη προς τον Πλουμπίδη, όσο και, φυσικά, τον ρόλο του στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ, σε συμφωνία πάντα με τις επιταγές του Στάλιν.
Ο Ν. Ζαχαριάδης είχε «φοιτήσει» στη γνωστή σταλινική σχολή KYTB (Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων Ανατολής), όπου είχαν «φοιτήσει» και πολλά άλλα μέλη του ΚΚΕ, οι γνωστοί ως «Κούτβηδες», με στόχο να «φτιαχτούν» έτσι ώστε να εφαρμόσουν απαρέγκλιτα στις χώρες προέλευσής τους τις ντιρεκτίβες της σταλινικής γραφειοκρατίας.
Το πρώτο που έκανε ο Ζαχαριάδης, όταν γύρισε, το 1935, ήταν να εισηγηθεί και να επιβάλει την αλλαγή της στρατηγικής του ΚΚΕ από επιδίωξη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε επιδίωξη μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, με τη θεωρία και πρακτική των “σταδίων” (για να εξαλείψει, στη συνέχεια πλήρως κάθε έννοια, ακόμα και την παραμικρή υποψία, επανάστασης).
Όταν ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ο Ζαχαριάδης, που ήταν έγκλειστος στις φυλακές της Κέρκυρας, έσπευσε να ετοιμάσει και να στείλει τη γνωστή επιστολή του:
«Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα, με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Ελληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας του κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό….
»Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες τις δυνάμεις δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για τον σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα, της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική, ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ΄ ένα πραγματικό παλλαϊκό πολιτισμό….». (Επίσημα κείμενα του ΚΚΕ, 1940-45). (υπογρ. δική μας).
Η επιστολή αυτή στάλθηκε μόλις τρεις μέρες μετά την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας στην Ελλάδα (31/10/40) και προφανώς στηριζόταν στις ντιρεκτίβες της Γραμματείας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν που έδινε, από το 1939, την ακόλουθη συμβουλή στην ηγεσία του ΚΚΕ (όπως την ανέφερε ο Σιάντος σε εισήγησή του σε διάσκεψη του ΚΚΕ το 1942):
«Το πρώτο καθήκον του ΚΚΕ είναι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας. Εφόσον η κυβέρνηση Μεταξά παλεύει και αυτή κατά του ίδιου αυτού κινδύνου, δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκεται πρώτα απ΄ όλα η ανατροπή της. Βέβαια το κόμμα σας πρέπει να κάνει αγώνα για την κατάκτηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης εσωτερικής ελευθερίας του ελληνικού λαού, γιατί αυτό δυναμώνει την αμυντική ικανότητα της χώρας σας». (υπογρ. δική μας).
Αναφέρονται κάποιες υπόγειες διαπραγματεύσεις με τον Μανιαδάκη, υφυπουργό Δημόσιας Ασφάλειας της κυβέρνησης Μεταξά, ενώ σ΄ ένα υπόμνημα που έστειλαν σ' αυτόν αποφυλακισμένα από την Ακροναυπλία στελέχη του ΚΚΕ (με επικεφαλής τους Ιωαννίδη και Θέο), με το οποίο διαμαρτύρονταν που τους είχε ζητήσει, αν θέλουν να πάνε στο μέτωπο, να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, έλεγαν τα εξής:
«..δηλώνουμε και πάλι πως τασσόμαστε ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης που διευθύνει τον αγώνα του ελληνικού λαού για την υπεράσπιση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας με την ελπίδα πως η ειλικρινής και ανυστερόβουλη αυτή προσφορά μας θα γίνει δεκτή για το συμφέρον του αγώνα κατά του επιδρομέα και σας παρακαλούμε να μας δεχτείτε σε ακρόαση για να σας εκθέσουμε και προφορικά τις απόψεις μας» (Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, 1940-45).
Καθώς, στα τέλη της δικτατορίας Μεταξά, το ΚΚΕ αντιμετώπιζε μα διαλυτική κρίση (λόγω συλλήψεων πολλών στελεχών του και κινήσεων διαφορετικού προσανατολισμού διαφόρων ομάδων), λειτουργούσαν στο εσωτερικό του δυο Κεντρικές Επιτροπές (και εκδίδονταν δυο Ριζοσπάστες). Η μια, η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση» (σχετικά με την οποία αναφέρεται διείσδυση της Ασφάλειας του Μανιαδάκη) και η άλλη, η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» (ΠΚΕ).
Η ΠΚΕ ήρθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με την Προσωρινή Διοίκηση, λόγω των ασφαλίτικης διείσδυσης στην τελευταία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη σύγχυση στα μέλη του παράνομου ΚΚΕ. Από τη μεριά του, ο έγκλειστος, τότε, στις φυλακές, Ν. Ζαχαριάδης δεν δίστασε να κατηγορήσει την ΠΚΕ σαν «ασφαλίτικη» και «χαφιέδικη».
Είναι, ωστόσο, αυτή, η «Παλιά ΚΕ», με τη οποία σχετιζόταν ο Ν. Πλουμπίδης, που έβγαλε μια ανακοίνωση με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της επιστολής του Ζαχαριάδη, με την οποία πήρε θέση κατά του πολέμου με την Ιταλία, λέγοντας ότι «τον πόλεμο τον έφερε η λαομίσητη δικτατορία που τάχθηκε με το μέρος της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας που απειλεί τις δυνάμεις του άξονα», οπότε είναι σύγκρουση μεταξύ της Ιταλίας και Αγγλίας, δηλαδή είναι «ιμπεριαλιστικός και από τις δυο πλευρές» και ότι «δεν έχει σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας, αλλά εξυπηρετεί τους εγγλέζους πλουτοκράτες και μια χούφτα από ντόπιους μεγαλοκαρχαρίες-ληστές». Και στη βάση αυτή καλούσε «τον εργαζόμενο λαό να αγωνιστεί για να σταματήσει τον πόλεμο που οι Αγγλοι και οι ντόπιοι πλουτοκράτες προκάλεσαν».
Επίσης ο Ν. Πλουμπίδης, στην ίδια γραμμή, σε άρθρα του στον Ριζοσπάστη της ΠΚΕ (Μάρτιος και Ιούνιος 1941), κατάγγειλε τη γνωστή επιστολή του Ζαχαριάδη της 31ης Οκτώβρη 1940 σαν πλαστό και προϊόν της Ασφάλειας και χαρακτήριζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και από τις δυο μεριές..
Βλέπουμε εδώ, σ΄ αυτό το κρίσιμης σημασίας ζήτημα, τις στρατηγικού χαρακτήρα διαμετρικά αντίθετες γραμμές, ανάμεσα στον Ν. Πλουμπίδη και το Ν. Ζαχαριάδη, μια αντίθεση που έδειχνε ήδη ριζικά διαφορετικούς δρόμους, ο ένας προς την επανάσταση, ο άλλος στην υπηρεσία των εκάστοτε σταλινικών τακτικισμών. Αυτή η αντιπαράθεση δεν επρόκειτο να σταματήσει αλλά μάλλον να οξυνθεί περαιτέρω εν μέσω των συνθηκών που δημιουργήθηκαν μετά τη Βάρκιζα, τον εμφύλιο και την μετεμφυλιοπολεμική καταστολή.
Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι δρόμοι τους χωρίζουν. Ο Ζαχαριάδης, που ήταν φυλακισμένος, μεταφέρθηκε στο Νταχάου. Είναι και παραμένει ένα θέμα προς διερεύνηση ο βίος του Ζαχαριάδη στο Νταχάου, το πώς επέζησε ενώ πολλοί άλλοι δεν τα κατάφεραν, ποιες ήταν οι κινήσεις του εκεί και η ταχύτατη επιστροφή του στην Ελλάδα μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και την απελευθέρωση των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ετοιμος και πληροφορημένος για τα πάντα και για το ρόλο που έμελλε να παίξει σε μια Ελλάδα παραδομένη από τις συμφωνίες στη Γιάλτα, και απ΄ ό,τι είχε προηγηθεί από (αλλά πάντα στο δρόμο προς) αυτήν (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα), στον αγγλικό και στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Την ίδια περίοδο στην κατεχόμενη Ελλάδα, ο Ν. Πλουμπίδης έδωσε, τον Ιούλιο του 1941, εντολή στα μέλη της ΠΚΕ να προσχωρήσουν στη Νέα Κεντρική Επιτροπή που είχε σχηματιστεί από στελέχη του ΚΚΕ τα οποία είχαν αποδράσει από τους τόπους κράτησής τους και να τους παραδώσουν τον παράνομο εκδοτικό μηχανισμό. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έδρασε στην Αθήνα και ήταν από τους βασικούς διοργανωτές των κινητοποιήσεων του ΕΑΜ κατά της πολιτικής επιστράτευσης (στις αρχές του 1943), κατά της επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής κλπ.
Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, εκλέχτηκε, τον Απρίλιο του 1945, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από την 11η Ολομέλεια και συμμετείχε στο νέο Πολιτικό Γραφείο. Μετά την επάνοδο, όμως, του Ζαχαριάδη από το Νταχάου, τον Μάιο του 1945 (τον ίδιο μήνα που γινόταν η σύνοδος του μοιράσματος στη Γιάλτα, με Τσώρτσιλ, Ρούσβελτ, Στάλιν), ο Ν. Πλουμπίδης δεν εκλέχτηκε ξανά στο Πολιτικό Γραφείο.
Είναι γνωστός ο ρόλος του «αλύγιστου» Νίκου Ζαχαριάδη, αμέσως μετά την επιστροφή του, στην υλοποίηση των συμφωνιών που είχαν ήδη επισφραγιστεί πριν τη Γιάλτα, σε μια συνάντηση στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944, όπου συμμετείχαν ο Στάλιν, ο Μόλοτωφ, ο Τσώρτσιλ και άλλοι. Προς την ίδια κατεύθυνση είχε λειτουργήσει και η πίεση που άσκησε μια σοβιετική στρατιωτική αποστολή (με τον πολιτικό επίτροπο Τσερνίτσεφ και τον συνταγματάρχη Ποπόφ), που τον Ιούλιο του 44 είχε φτάσει στα «βουνά» για να εξασφαλίσει (και να επιβάλει) τη συμφωνία της Καζέρτας (που ακολούθησε αυτήν του Λιβάνου), στη βάση της οποίας, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, ο ΕΛΑΣ δεν θα έμπαινε στην Αθήνα και θα λειτουργούσε, πλέον, κάτω από τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι. Και, επίσης, να δεχτούν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Είναι έτσι που προετοιμάστηκε η Βάρκιζα, με την οποία διαφώνησε κάθετα ο Αρης Βελουχιώτης (που έστειλε και σχετική επιστολή, τον Μάρτιο του 1945, στην οποία επέμενε στη συνέχιση του ένοπλου αγώνα).
Απαντώντας στην άρνηση του Αρη να συμβιβαστεί με την προδοσία της Βάρκιζας, το ΚΚΕ συμμετείχε και αυτό στην καταδίωξή του, με βασικό υπεύθυνο τον Ζαχαριάδη, καλώντας τους οπαδούς του να μη δίνουν “ούτε νερό, ούτε μπουκιά ψωμί στον «Μιζέρια», τον «δηλωσία»...”. Στην ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής, απόφαση της οποίας ήταν η διαγραφή του, ο Αρης αντιμετωπίζεται με έναν οχετό απαξιωτικών επιθέτων, ως ύποπτος, δηλωσίας, μιζέριας, τυχοδιώκτης, εγκληματίας, ότι «παίζει το παιχνίδι της αντίδρασης» κλπ. Και ο Ζαχαριάδης είναι ο πρόθυμος κομιστής της ανακοίνωσης για δημοσίευση στο Ριζοσπάστη, όπου δημοσιεύτηκε στις 16/7, μια μέρα μετά το θάνατο του Αρη. Είχε προλάβει, όμως, να δημοσιευτεί, την ίδια μέρα που αυτοκτόνησε ο Αρης, περικυκλωμένος από τα φασιστοειδή σώματα μιας υπό την στρατιωτική προστασία των βρετανών κυβέρνησης, στην εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα».
Ηταν στη λογική αυτού που ο Ζαχαριάδης ήταν πρωτίστως υπεύθυνος αναφορικά με τη διαμόρφωσης της πολιτικής του ΚΚΕ: στη λογική της χαφιεδολογίας. Από τον Πλουμπίδη και τον Σιάντο, μέχρι τον Βαβούδη και τον Άρη Βελουχιώτη, όλοι όσοι διαφωνούσαν, και επειδή διαφωνούσαν, ήταν στο ανάθεμα, ήταν «χαφιέδες».
Ηταν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο Πλουμπίδης από τον Ζαχαριάδη, όταν μετά την θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του και εν αναμονή της απόφασης του Συμβουλίου Χαρίτων στο οποίο είχαν προσφύγει, έστειλε "ανοικτή επιστολή" στον Τύπο, στην οποία ανέφερε ότι οι ασύρματοι που είχαν εντοπιστεί και πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το κατηγορητήριο, ελέγχονταν από τον ίδιο και όχι από τον Μπελογιάννη, ο οποίος είχε οριστεί από τη ηγεσία της οργάνωσης σε αντικατάσταση αυτού (του Πλουμπίδη). Και δεσμευόταν να παραδοθεί και να δικαστεί «ευθύς μόλις η καταδίκη του φίλου μου και συντρόφου Μπελογιάννη ακυρωθεί». Μάλιστα, για το “γνήσιο της επιστολής”, ο Ν. Πλουμπίδης είχε βάλει πάνω της και τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Η αντίδραση του Ζαχαριάδη (που βρισκόταν, τότε, στο Βουκουρέστι και συντόνιζε από εκεί τη δράση του ΚΚΕ), ήταν, μέσω από του «Ραδιοφωνικού Σταθμού της Ελεύθερης Ελλάδας», να δηλώσει ότι η επιστολή αυτή ήταν «κατασκεύασμα της Αστυνομίας» και ότι ο Πλουμπίδης βρισκόταν στο εξωτερικό.
Και ενώ Μπελογιάννης λέγεται ότι είδε θετικά αυτή την κίνηση, η αντίδραση του ΚΚΕ, στη γραμμή πάντα του Ζαχαριάδη, ήταν ν΄ αρχίσει να διαδίδει ότι ο Πλουμπίδης είναι «χαφιές».
Ηταν, ούτως ή άλλως, μια περίοδος αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων του παράνομου μηχανισμού λόγω και των συνεχιζόμενων συλλήψεων. Αλλά και πολλών περιπτώσεων κατασκευής του κάθε διαφωνούντος ως «χαφιέ», όπως είχε εκπαιδεύσει η σχολή του KYTB τους «μαθητές» της στη λογική των πρακτικών του ολοκληρωτισμού, που είχε επιφέρει ο σταλινικός εκφυλισμός της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής επανάστασης.
Και παρόλο που η επιστολή αυτή κρίθηκε επισήμως ότι είναι γνήσια, ως «ομολογία παράνομης πράξης», δεν λήφθηκε καθόλου υπόψιν από την κυρίαρχη εξουσία, ενώ συνιστούσε σοβαρό λόγο αναψηλάφησης της δίκης, ή έστω αναστολής εκτέλεσης της ποινής.
Λίγους μήνες μετά την εκτέλεση/δολοφονία του Μπελογιάννη έγινε η σύλληψη του Ν. Πλουμπίδη, τον Νοέμβριο του 1952, επί κυβερνήσεως Παπάγου. Βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης.
Και δυο μέρες μετά τη σύλληψή του ακούγεται από το ραδιοφωνικό σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας» το παρακάτω μήνυμα: «Η ΚΕ του ΚΚΕ ανακοινώνει ότι ο Νίκος Πλουμπίδης, ή Μπάρμπας, είναι από 27ετίας πράκτορας της Ασφάλειας μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ, συνεργάτης του Σιάντου.… Από τις μεγάλες προδοσίες του είναι ότι παρέδωσε στην Ασφάλεια και στον δήμιο τον λαϊκό ήρωα Νίκο Μπελογιάννη. Η αμερικάνικη κατασκοπεία και η μοναρχοφασιστική Ασφάλεια τώρα που κατάλαβαν ότι ο πράκτοράς τους ξεσκεπάζεται, σκηνοθέτησαν τη νέα σύλληψη του Πλουμπίδη για να τον καλύψουν». Προφανώς, όπως φαίνεται και από αυτή την αχαρακτήριστη συκοφαντία, ο πάντα όλο και πιο «αλύγιστος» Ν. Ζαχαριάδης δεν έχει τελειωμό στην εγκληματική του σταδιοδρομία.
Το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, όμως, είχε «άλλη γνώμη» και τον Ιούλιο του 1953
καταδίκασε τον Πλουμπίδη «δις εις θάνατον». Μετά την καταδικαστική απόφαση παρέμεινε για λίγες μέρες, λόγω της φυματίωσης, στο παράρτημα-φυλακή του νοσοκομείου "Σωτηρία" και το πρωί της 14ης Αυγούστου του 1954 μεταφέρθηκε στο δάσος του Δαφνιού όπου και εκτελέστηκε - αρνούμενος την κάλυψη των ματιών του και τραγουδώντας την «Διεθνή».
Σύμφωνα με έγγραφο της Ασφάλειας, από τον φάκελο των πολιτικών του φρονημάτων, πριν εκτελεστεί ρωτήθηκε αν θέλει να πει κάτι και εκείνος αναφώνησε: «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα». Το ΚΚΕ, όμως, (που είχε ήδη προχωρήσει στην διαγραφή του), ανακοίνωσε από το ραδιόφωνο, μετά την εκτέλεσή του, ότι «ο Πλουμπίδης δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας».
Επρεπε να φτάσουμε στο θάνατο του Στάλιν, το 1953, για να εκπέσουν όλοι οι ακόλουθοι του, εντός και εκτός ΕΣΣΔ. Ηταν μετά τον θάνατο του Στάλιν και τους νέους εξουσιαστικούς συσχετισμούς εντός της σοβιετικής γραφειοκρατίας που ξέπεσε και ο Ζαχαριάδης, χάνοντας, πλέον, κάθε έρεισμα και μετά από 17 χρόνια απομόνωσης και εξορίας, έχοντας ο ίδιος γίνει θύμα και όχι, πλέον, θύτης, της ίδιας καθεστωτικής λογικής που τόσο υπάκουα είχε υπηρετήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, πέθανε στο Σουργκούτ της Σιβηρίας το 1973.
Ο Νίκος Πλουμπίδης αποκαταστάθηκε, μετά θάνατον, από την 8η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, το 1958. Αντίστοιχα και ο Ζαχαριάδης, που ήλθε και αυτού η σειρά για καθαίρεση, μετά τον εκπεσμό του από το διάδοχο του Στάλιν (πάντα όμως σταλινικό) καθεστώς, για ν΄ ακολουθήσει μετά και αυτού η αποκατάσταση.
Είναι αυτή η γελοιογραφικού χαρακτήρα σοβαρότητα του ΚΚΕ και γενικά του σταλινισμού ως προς την μεταχείριση των «υπάκουων» και των «μη υπάκουων» στελεχών: τώρα αποφασίζουμε, γιατί έτσι νομίζουμε και θέλουμε, ότι είσαι χαφιές και προδότης, αλλά μετά από λίγα χρόνια το παίρνουμε πίσω, δεν είσαι. Τώρα είσαι αρχηγός και κάνεις ό,τι θέλεις, μετά που αλλάζουν οι συσχετισμοί και η κεντρική εξουσιαστική φιγούρα, την οποία υπηρετείς, έχει ανατραπεί και αντικατασταθεί από μια άλλη, με τη δική της νέα αυλή, καθαιρείσαι, εξορίζεσαι, ή και εκτελείσαι.
Εν κατακλείδι, ο Ν. Πλουμπίδης ήταν, μέχρι το τέλος, πραγματικά αλύγιστος όσον αφορά την πίστη του σε ένα κόμμα που θάπρεπε να παλεύει για την ανατροπή του καπιταλισμού - και έκανε ό,τι μπορούσε προς αυτή την κατεύθυνση, με πίστη στο σκοπό. Αντίθετα, ο Ν. Ζαχαριάδης ήταν αλύγιστος (και δεν ήταν ο μόνος ως προς αυτό) αποκλειστικά και μόνο ως προς την λειτουργία του ΚΚΕ ως εργαλείου της σταλινικής γραφειοκρατίας, προϊόντος ενός πρωτοφανούς εκφυλισμού μιας επανάστασης που είχε ξεκινήσει αλλιώς.
Γιατί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του σταλινισμού ήταν ακριβώς αυτό το κοινωνικό τερατούργημα που δημιούργησε ο εκφυλισμός της επανάστασης, το οποίο λειτούργησε ως διάψευση, για τους πολλούς, του απελευθερωτικού κοινωνικού οράματος που ήταν, αλλά που, ωστόσο, πάντα θα είναι, ο κομμουνισμός.
Ένα ΚΚΕ τόσο προσκολλημένο στις ντιρεκτίβες της σταλινικής γραφειοκρατίας, που με την κατάρρευση του «υπαρκτού», λειτουργεί σαν ένα εναπομείναν «ορφανό». Λέγεται ακόμα ΚΚΕ, αλλά σαν να μην ξέρει γιατί. Λειτουργώντας πάντα εντός των επιτρεπόμενων ορίων του κυρίαρχου συστήματος, λέγοντας μόνο κάποια απλώς λόγια, αλλά και αυτά πολύ προσεκτικά - και, ως προς την πράξη, πάντα πειθαρχημένα, μακριά από την όποιας αμφισβήτησης των κυρίαρχων κανόνων.
Είναι «ο κόκκινος δάσκαλος», ο «κόκκινος Νίκος» (Πλουμπίδης) που έχει σήμερα να
διδάξει πολλά για την επαναστατική ανατρεπτική στόχευση, για το ήθος και την αγωνιστική συνέπεια και όχι ο «αλύγιστος», ως προς την διαχρονική πρόσδεση του στην αστική εξουσία (μέσω και της «θεωρίας των σταδίων» - πρώτα η αστική και μετά, στο πολύ, πολύ απώτερο, έως και ανύπαρκτο, μέλλον, η σοσιαλιστική), «Νίκος» (Ζαχαριάδης).