NVidia και Qualcomm είναι ενδεχομένως τα πιο γνωστά ονόματα παγκόσμιων τεχνολογικών κολοσσών στο χώρο των ημιαγωγών και γενικότερα της μικροηλεκτρονικής που έχουν επενδύσει στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας, όμως, δεν είναι τα μόνα. Εταιρίες όπως η Cadence, η Ansys και η Renesas μπορεί να μην είναι γνωστά στο ευρύ κοινό brands, όμως, τα εργαλεία και οι λύσεις τους είναι εκείνες που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό και την ξετύλιγμα επεξεργαστών αλλά και γενικότερα μικροκυκλωμάτων ή chips αν προτιμάτε τον όρο που έχει καθιερωθεί σε διεθνές επίπεδο. Με την Cadence, μάλιστα, να έχει καταβάλλει το ποσό των 1,3 δισ. δολαρίων προκειμένου να εξαγοράσει την έχουσα έδρα στη Θεσσαλονίκη, Beta CAE, η οποία θεωρείται εκ των κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως στο χώρο του λογισμικού προσομοίωσης. Μία συμφωνία που ανέδειξε τις σημαντικές δυνατότητες των ελληνικών εταιρειών ψηφιακών τεχνολογιών γενικότερα.
Η τσαρσί των chips
Οι ημιαγωγοί αποτελούν θεμελιώδη υλικά για την παραγωγή των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων ή μικροκυκλωμάτων (chips). Παρέχουν τη βάση για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ηλεκτρονικών κυκλωμάτων, διασφαλίζοντας την αξιόπιστη και αποδοτική λειτουργία τους.
Από την άλλη πλευρά, τα chips είναι μικροσκοπικά ηλεκτρονικά κυκλώματα που βρίσκονται ωσπεράν παντού: σε υπολογιστές, έξυπνα κινητά, οχήματα, ιατρικές συσκευές και δίκτυα επικοινωνίας. Αν η λειτουργία τους σταματούσε, θα διαταρασσόταν κρίσιμες υποδομές: ενέργεια, νερό, μεταφορές, επικοινωνίες και δημόσιες υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Ο μοντέρνος κόσμος, κυριολεκτικά, εξαρτάται από αυτά τα μικροσκοπικά τεχνολογικά επιτεύγματα.
Πρόσφατες μελέτες εκτιμούν ότι η παγκόσμια τσαρσί μικροτσίπ θα ξεπεράσει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ως το 2030. Αν και η Ελλάδα δύσκολα μπορεί να ανταγωνιστεί τις παραδοσιακές αγορές κατασκευής ημιαγωγών πολύ μεγάλης κλίμακας (λόγω των υψηλών απαιτήσεων, σε υποδομές και επενδύσεις), έχει σημαντικές ευκαιρίες να τοποθετηθεί σε εξειδικευμένες, μικρότερης κλίμακας εφαρμογές, ιδιαίτερα σε τομείς που διαθέτει σημαντική τεχνογνωσία, ανθρώπινο δυναμικό και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Όπως είναι, για παράδειγμα, ο σχεδιασμός chips αλλά και η ξετύλιγμα εφαρμογών για τον σχεδιασμό μικροκυκλωμάτων, 2 τομείς όπου υπάρχει έντονη δραστηριοποίηση στη χώρα μας.
Επενδύσεις και εξαγορές
Παρά το γεγονός ότι η τσαρσί των ημιαγωγών παρουσιάζει μεγάλες ευκαιρίες, τα Ελληνικά επενδυτικά κεφάλαια (VCs) επενδύουν πολύ σπάνια σε εταιρείες του συγκεκριμένου κλάδου. Κυρίως, επειδή ο κύκλος της επένδυσης θεωρείται ότι διαρκεί πολύ περισσότερο. Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι μια από τις πρώτες επενδύσεις ελληνικού VC έγινε σε εταιρεία μικροηλεκτρονικής. Ο λόγος για την επένδυση της NBG Venture Capital, στην οποία επικεφαλής τότε ήταν ο νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, το 2002 στην Theta Microelectronics.
Από τότε, φυσικά, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και έχουν γίνει επενδύσεις και εξαγορές σε ουκ ολίγες ελληνικές εταιρείες. Όπως, για παράδειγμα, η εξαγορά της Antcor από την ελβετική UBlox ή εκείνη της Helic από την αμερικανική Ansys, η οποία είναι εκ των μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως στο χώρο των εργαλείων ανάπτυξης chips και όχι μόνο. Επίσης, έχουμε δει startup εταιρείες στο χώρο της μικροηλεκτρονικής να απορροφώνται από κολοσσούς όπως συνέβη με την περίπτωση της Inaccel, τα στελέχη της οποίας εργάζονται πλέον για την Intel, από τις πιο γνωστές εταιρείες στο χώρο των επεξεργαστών.
Μία από τις πλέον σημαντικές κινήσεις ήταν και η εξαγορά της Think Silicon, η οποία σχεδίαζε chips για εξειδικευμένες εφαρμογές, από την αμερικανική Applied Materials το 2020. Τελικά, η Applied Materials αποφάσισε πρόσφατα να αποεπενδύσει από την Ελλάδα, όμως, τα στελέχη της Think Silicon, ουσιαστικά αποτελούν τον πυρήνα των ανθρώπων που εργάζονται για το Ελληνικό τμήμα της Qualcomm, ενός εκ των μεγαλύτερων κατασκευαστών επεξεργαστών παγκοσμίως.
Η Qualcomm θεώρησε ότι το ανθρώπινοι δυναμικό στη χώρα μας είναι τέτοιου επιπέδου όθεν να προχωρήσει σε μια σημαντική επένδυση. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που έχει, επίσης, κάνει ένας άλλος μεγάλος τεχνολογικός κολοσσός, η Nvidia, η οποία και αυτή έχει επενδύσει στην Ελλάδα έχοντας δημιουργήσει το δικό της τμήμα έρευνας και ανάπτυξης.
Οι επενδύσεις συνεχίζονται και αφορούν σε μεγάλο βαθμό τον τομέα του σχεδιασμού μικροκυκλωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρεις εκ των μεγαλύτερων «παικτών» παγκοσμίως στον τομέα των εφαρμογών και λύσεων για το σχεδιασμό μικροκυκλωμάτων έχει παρουσία στην Ελλάδα: η Cadence μέσω της Beta CAE, η Renesas, η οποία, επίσης, έχει δημιουργήσει τη δική της ομάδα στελεχωμένη με δεκάδες εργαζόμενους, αλλά και η Synopsys με την τελευταία να βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης της συγχώνευσης με την Ansys. Σημειώνεται πως η Ansys είχε εξαγοράσει τη Helic και έχει δημιουργήσει μια μεγάλη ερευνητική ομάδα στην Αθήνα. Ομάδα που αναμένεται να διευρυνθεί τους επόμενους μήνες λόγω και της συγχώνευσης με την Ansys.
Επιπλέον, πληροφορίες αναφέρουν ότι επίκεινται και άλλες συμφωνίες και επενδύσεις με το όνομα της Siemens να έχει εμπλακεί.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο λόγος για τη σερβική HDL, η οποία δραστηριοποιείται στον σχεδιασμό chips και πριν από μερικά χρόνια δημιούργησε το δικό της τμήμα στη Θεσσαλονίκη, όπου έχει φθάσει να απασχολεί κοντά στα 100 άτομα. Η HDL έχει εξαγοραστεί από την Capgemini, η οποία και αυτή πλέον είναι από τους διεθνείς «παίκτες» που έχουν επενδύσει στην Ελλάδα στο χώρο της μικροηλεκτρονικής.
Ο ρόλος του κέντρου ικανοτήτων
Στο περιορισμοί αυτό, ο στόχος του οικοσυστήματος που έχει αρχίσει να δημιουργείται είναι η επέκταση του και προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να βοηθήσει η δημιουργία του του Ελληνικού Κέντρου Ικανοτήτων Ημιαγωγών (Hellenic Chips Competence Centre - HCCC), η ίδρυση του οποίου ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Το HCCC αποτελεί στρατηγική σύμπραξη της Ένωσης Ελληνικών Εταιρειών Αναδυομένων Τεχνολογιών (HETiA) και του υπουργείου Ανάπτυξης και με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κοινής Επιχείρησης Chips Joint Undertaking (JU). Το κέντρο ξεκίνησε τη λειτουργία του την 1η Ιουνίου 2025 και αποτελεί ένα από τα 30 αντίστοιχα κέντρα που δημιουργήθηκαν πανευρωπαϊκά, με στόχο την ενίσχυση της τεχνολογικής αυτονομίας της Ευρώπης, στον κρίσιμο αυτό τομέα.
ο HCCC στοχεύει στην ενίσχυση της καινοτομίας, τη στήριξη νεοφυών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, την εκπαίδευση νέου εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και στην υποστήριξη δημιουργίας υποδομών για σχεδιασμό, δοκιμές, και πιλοτική παραγωγή. Και αν όλα πάνε καλά, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποια στιγμή της δημιουργίας εργοστασίου παραγωγής chips και επεξεργαστών στην Ελλάδα.