Το Rebirth δεν είναι απλά μια συνέχεια· πρόκειται ουσιαστικά για μια επανεκκίνηση μέσα στην επανεκκίνηση, ακολουθώντας κατά γράμμα το μοτίβο του αρχικού Jurassic Park του 1993. Αυτή τη φορά, η Σκάρλετ Γιόχανσον στον ρόλο της Ζόρα Μπένετ, μιας μισθοφόρου που προσλαμβάνεται από φαρμακευτική εταιρεία για να ανακτήσει πολύτιμο DNA από δεινόσαυρους σε ένα εγκαταλελειμμένο τροπικό νησί, συνοδεύεται από τον Τζόναθαν Μπέιλι, στον ρόλο ενός ιδιοφυούς παλαιοντολόγου. Μαζί τους, ο Μαχερσάλα Άλι ως ναυτικός και έμπιστος συνεργάτης, και ο Ρούπερτ Φρεντ σε ρόλο ανταγωνιστή.
Παρότι η πλοκή φλερτάρει με ενδιαφέροντα ηθικά και τεχνολογικά ζητήματα – όπως η μεταχείριση γενετικού υλικού για ιατρικά κέρδη – ο τρόπος που ξετυλίγεται δεν διαφέρει ωσπεράν καθόλου από όσα έχουμε ήδη δει. Δεινόσαυροι, αποστολή, απειλές, οικολογικά διδάγματα – όλα παρόντα, αλλά χωρίς φρεσκάδα ή αληθινό σασπένς.
Οι δεινόσαυροι…δεν κόβουν την ανάσα
Οι σχεδιασμοί των πλασμάτων είναι τεχνικά ικανοποιητικοί, εντυπωσιάζουν σε επίπεδο CGI. Αλλά αυτή η οπτική υπεροχή δεν μεταφράζεται σε αληθινή επίταση ή φόβο. Ο σκηνοθέτης Γκάρεθ Έντουαρντς (Rogue One, The Creator) επιλέγει να μη φέρει τους ήρωές του σε τόσο άμεση ακούμπημα με τον κίνδυνο, γεγονός που αποδυναμώνει την εμπειρία του θεατή. Οι σκηνές δράσης φαίνονται χλιαρές, με τις σεναριακές επιλογές να μοιάζουν ασφαλείς και προβλέψιμες.
Αντίθετα, η υποπλοκή που αφορά μια οικογένεια που ναυαγεί στο ίδιο νησί – με πρωταγωνιστές τον Ρούμπεν και τις 2 κόρες του – είναι εκείνη που δίνει περισσότερη ζωή στην ταινία. Η σκηνή με την επίθεση του Μοσασαύρου είναι από τις λίγες στιγμές που θυμίζουν τον φόβο και τη δέος των παλιών φιλμ.
Ένα φιλμ γεμάτο... προσδοκίες
Το γεγονός ότι ο όμοιος ο Σπίλμπεργκ ήταν «συμβουλευτικά» παρών στην ξετύλιγμα της ιστορίας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες, οι οποίες δυστυχώς δεν επαληθεύτηκαν. Η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά ενσωματώνει όμορφα τα μοτίβα του Γουίλιαμς, και σε μια σκηνή που βλέπουμε δεινόσαυρους να βόσκουν ήρεμα, η συγκίνηση ξυπνά. Όμως ακόμα και αυτή η στιγμή λειτουργεί περισσότερο ως υπενθύμιση του τι κάποτε υπήρξε, παρά ως κάτι πραγματικά συγκλονιστικό.
Αυτό που λείπει περισσότερο από το Rebirth είναι η αντίληψη απρόβλεπτου και πρωτοτυπίας. Ούτε οι ακριβοπληρωμένοι σταρ, ούτε η φροντισμένη παραγωγή, ούτε η «νοσταλγική» διάθεση αρκούν για να αναπληρώσουν το συναισθηματικό κενό που αφήνει η ταινία.
Το Jurassic World: Rebirth είναι μια απόπειρα να αναγεννηθεί ένας θρύλος, που όμως μοιάζει να έχει εξαντλήσει τη δημιουργική του ενέργεια. Δεν είναι άθλια ταινία – αλλά δεν είναι και εκείνη που θα σε κάνει να καρφωθείς στην καρέκλα σου. Για ένα franchise που κάποτε άλλαξε τον κινηματογράφο των blockbuster, αυτό δεν αρκεί.