Το 1985, σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας, ο Μπιλ, ένας ταπεινός εργάτης που ζει πουλώντας καυσόξυλα και κάρβουνα, ετοιμάζεται να παραδώσει μια παραγγελία στο τοπικό μοναστήρι όταν ανακαλύπτει στη καρβουναποθήκη κάτι που δε θα έπρεπε ποτέ να είχε ανακαλύψει – μια νεαρή κοπέλα, εγκυμονούσα, και σε κακά χάλια.
Σχεδόν Ιψενικός «Εχθρός του Λαού» γίνεται ο Σίλιαν Μέρφι στο «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά», δράμα υπόκωφο και βραδυφλεγές που βασίζεται μεν στο ομώνυμο βιβλίο της Κλερ Κίγκαν, κι αυτό όμως με τη σειρά του ξεκινά από μια αληθινή ιστορία που έχουμε ξαναδεί στο σινεμά – για την ακρίβεια στο αριστουργηματικό «The Magdalene sisters» του Πίτερ Μιούλαν. Εκεί πρωταγωνιστούσε η οργή – εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, κάτι λογικό μιας και στον πυρήνα αυτής της ιστορίας είναι ο Μπιλ, ο άνθρωπος δηλαδή που πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει, κάτοικος μιας πόλης που, με τη συνένοχη σιωπή της, μοιάζει να βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο της Εκκλησίας. Σεβόμενη το πρωτότυπο λογοτεχνικό υλικό, η ταινία διατηρεί έναν χαμηλό, σχεδόν πένθιμο τόνο, μετατρέποντας την εσωτερική πορεία του ήρωα της σε μια αραχνοΰφαντη παραβολή.
Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει στο «Η κουζίνα» του Αλόνσο Ρουϊζπαλάσιος, μια κατάβαση στην κόλαση ενός δημοφιλούς εστιατορίου στο Μανχάταν. Ασπρόμαυρο και κλειστοφοβικό, το φιλμ μας εγκλωβίζει σύντομα στο πεδίο μάχης που μας απασχολεί, και στήνει ένα μωσαϊκό χαρακτήρων με κύριους πρωταγωνιστές τον Πέδρο, έναν Μεξικανό μετανάστη που εργάζεται εκεί ως μάγειρας, και τη Λάουρα, μια Αμερικανίδα σερβιτόρα. Έχεις την αίσθηση πως βρίσκονται μονάχα όταν εργάζονται, και ο ιλιγγιώδης ρυθμός ενίοτε φρενάρει αβανταδόρικα, με τον ρεαλισμό (και το ταξικό πρίσμα του φιλμ) να λαβώνεται περιστασιακά από θεατρικές (και έγχρωμες) «μαχαιριές» που στο φινάλε παραπέμπουν σε performance art. Δεν το ξεχνάς εύκολα πάντως.
Ισχύει και για το «Νόμο του Μέρφι», την πιο σοβαρή (και φιλόδοξη) πρόταση για ελληνική κινηματογραφική κωμωδία που είδαμε εδώ και πολλά χρόνια. Το στόρι; Μια σαραντάρα αποτυχημένη ηθοποιός (Κάτια Γκουλιώνη – όλη η ταινία είναι στις πλάτες της), διαρκώς απογοητευμένη από τη ζωή της (και με ένα βαρύ, παιδικό τραύμα), σκοντάφτει από τη μια εναλλακτική πραγματικότητα στην άλλη και καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα ’θελε να είχε ζήσει, όταν ένα αυτοκίνητο την αφήνει – σχεδόν – στον τόπο. Ο Κάρολος Ντίκενς συναντά τον Φρόιντ σε μια ρετροσπεκτίβα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, όχι πως απουσιάζουν δάνεια και από την αμερικάνικη screwball κωμωδία σε ένα φιλμ που ακολουθεί μεν την εσωστρεφή πορεία της ηρωίδας, αλλά, για λόγους ισορροπίας, την «ανοίγει» μέσω μιας αφήγησης που εκτροχιάζεται… βάσει σχεδίου.