Η μεγάλη ευκαιρία του Ισραήλ για ειρήνη μετά από 25 χρόνια

10 hours ago 11

The Washington Post

Του Dennis Ross*

Εικοσιπέντε χρόνια πριν από αυτή την εβδομάδα, βρισκόμουν στο Καμπ Ντέιβιντ ως επικεφαλής διαπραγματευτής της κυβέρνησης Κλίντον για τη Μέση Ανατολή. Επιχειρούσαμε να επιλύσουμε τη σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων και να επιτύχουμε ειρήνη ανάμεσα σε δύο εθνικά κινήματα που ανταγωνίζονταν για τον ίδιο χώρο.

Τον Ιούλιο του 2000, ήμασταν αισιόδοξοι για το τέλος της σύγκρουσης. Κατά τα προηγούμενα επτά χρόνια, από την έναρξη της διαδικασίας του Όσλο, που περιλάμβανε την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ Ισραήλ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής (PA) για διαπραγματεύσεις, είχαν συναφθεί τέσσερις μερικές συμφωνίες: η Συμφωνία της Γάζας-Ιεριχούς, η Ενδιάμεση Συμφωνία, το Πρωτόκολλο της Χεβρώνας και το Μνημόνιο του Γουάι Ρίβερ.

Αλλά σε δύο εβδομάδες στο Καμπ Ντέιβιντ, ακόμη κι όταν οι διαπραγματευτές του έδειχναν κάποια ευελιξία, ο Γιάσερ Αραφάτ, πρόεδρος της ΠΑ, απέρριψε κάθε πρόταση. Σε μια στιγμή, είπε στον Κλίντον ότι αν αποδεχόταν αυτό που του ζητούσαν οι ΗΠΑ, «θα περπατούσαμε στην κηδεία του».

Ο Αραφάτ επέτρεψε στους εκπροσώπους του να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, και τον Δεκέμβριο συναντηθήκαμε ιδιωτικά. Είπε πως μπορούσε να αποδεχτεί τις ιδέες που του παρουσίασα για να γεφυρωθούν τα χάσματα στα θέματα της Ιερουσαλήμ, των προσφύγων, των συνόρων και της ασφάλειας. Φέραμε τις ισραηλινές και παλαιστινιακές διαπραγματευτικές ομάδες στην Ουάσινγκτον, αλλά όταν δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, και οι δύο πλευρές μας ζήτησαν να παρουσιάσουμε μια ενδιάμεση πρόταση – τις λεγόμενες «παραμέτρους Κλίντον». Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ τις αποδέχτηκε. Ο Αραφάτ όχι. Αντίθετα, αναζωπύρωσε τη βία και ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, μια πενταετής εξέγερση με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές.

Έκτοτε, δεν υπήρξε πολιτική πρόοδος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, παρότι το Ισραήλ αποσύρθηκε μονομερώς από τη Γάζα το 2005.

Οι Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του προέδρου Τραμπ, επέκτειναν την ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και του αραβικού κόσμου: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν και Μαρόκο ομαλοποίησαν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Ο πρόεδρος Μπάιντεν επιχείρησε να εμβαθύνει τη συνεργασία που υπόσχονταν αυτές οι συμφωνίες. Μέχρι το 2023, η κυβέρνηση βρισκόταν στα πρόθυρα συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία: Οι Σαουδάραβες θα αποκτούσαν αμυντική συνθήκη με τις ΗΠΑ και αμερικανική υποστήριξη για πυρηνική βιομηχανία, σε αντάλλαγμα για ειρήνη και εξομάλυνση σχέσεων με το Ισραήλ.

Η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 είχε εν μέρει στόχο να εμποδίσει αυτή τη συμφωνία. Αργότερα, Σαουδάραβες αξιωματούχοι μού είπαν πως αν το Ισραήλ είχε καταφέρει να νικήσει πιο γρήγορα τη Χαμάς, χωρίς να καταστρέψει μεγάλο μέρος της Γάζας και να σκοτώσει τόσους ανθρώπους, η εξομάλυνση θα είχε ήδη συμβεί.

Αλλά ο θάνατος και η καταστροφή στη Γάζα έχουν στρέψει εναντίον του Ισραήλ την κοινή γνώμη στις αραβικές χώρες, και οι ηγέτες τους το γνωρίζουν. Την ίδια ώρα, ωστόσο, δεν είναι δυσαρεστημένοι που το Ισραήλ αποδυνάμωσε δραματικά το Ιράν και τις περιφερειακές του δυνάμεις.

Η αποδυνάμωση του Ιράν και η εστίαση του καθεστώτος στην εσωτερική επιβίωση, δημιουργούν ευκαιρίες για ειρήνη και περιφερειακή ενοποίηση. Ακόμη και με την αβεβαιότητα στον Λίβανο και ιδίως στη Συρία, ίσως είναι εφικτές συμφωνίες μερικής εξομάλυνσης, αν όχι πλήρης με το Ισραήλ.

Ο Τραμπ επιδιώκει – και ορθώς – να αξιοποιήσει τη νέα ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, προκειμένου να πετύχει την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ και να επεκτείνει τις Συμφωνίες του Αβραάμ. Στην τέχνη της διπλωματίας, ο χρόνος παίζει ρόλο ανάλογο με αυτόν της τοποθεσίας στην αγορά ακινήτων: με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι να αδράξεις τη στιγμή.

Αλλά, δεδομένων των διαθέσεων από την πλευρά της Σ.Αραβίας, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί πριν τελειώσει ο πόλεμος στη Γάζα και αποσυρθεί ο ισραηλινός στρατός. Το Ισραήλ έχει ήδη νικήσει τη Χαμάς στρατιωτικά, αλλά επιδιώκει να αποτρέψει την επανεμφάνισή της. Γι’ αυτό χρειάζεται εναλλακτική λύση. Ούτε η κυβέρνηση Τραμπ ούτε ο Νετανιάχου έχουν παρουσιάσει αξιόπιστο σχέδιο για την «επόμενη μέρα» ώστε να μη δημιουργηθεί κενό εξουσίας.

Ούτε όμως οι Άραβες έχουν παρουσιάσει αξιόπιστο σχέδιο για τον αφοπλισμό της Γάζας, παρόλο που χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή ανοικοδόμηση. Κανείς δεν θα επενδύσει σοβαρά σε μια Γάζα όπου η Χαμάς μπορεί να ξαναχτίσει τη στρατιωτική της δύναμη.

Ακόμα κι αν οι τρέχουσες συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός 60 ημερών ευοδωθούν, τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν οδηγήσουν σε τερματισμό του πολέμου, απελευθέρωση των Ισραηλινών ομήρων και απόσυρση των Ισραηλινών Δυνάμεων. Αν ο Νετανιάχου θέλει να αξιοποιήσει τα επιτεύγματα του στρατού του, θα πρέπει να αποδεχτεί μια μεταβατική διοίκηση υπό τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο, το Μαρόκο και τη Σαουδική Αραβία, με συμμετοχή της ΠΑ.

Οι Άραβες ηγέτες πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη να μεταρρυθμίσουν την Παλαιστινιακή Αρχή: ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς να έχει τελετουργικό ρόλο, να διοριστεί νέος πρωθυπουργός με διεθνή αξιοπιστία, και να θεσπιστούν διαφανείς διαδικασίες οικονομικής διαχείρισης, εποπτευόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα. Χωρίς αυτές τις αλλαγές, η ιδέα να τεθεί η Γάζα υπό τη διοίκηση της ΠΑ, έστω και μετά από μεταβατική περίοδο 2–3 ετών, είναι ψευδαίσθηση.

Χωρίς τέλος στη διχόνοια και την υποκίνηση της βίας, η «παλαιστινιακή κρατική υπόσταση» παραμένει σύνθημα. Οι Άραβες ηγέτες πρέπει να φέρουν μεταρρυθμίσεις και ένα ρεαλιστικό σχέδιο που να δείχνει ότι το παλαιστινιακό κράτος δεν θα αποτύχει.

Όσο οι Ισραηλινοί πιστεύουν πως ένα τέτοιο κράτος θα ελέγχεται από τη Χαμάς ή από εξτρεμιστές, δεν θα το δεχτούν. Ωστόσο, και η ισραηλινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ενεργεί με τρόπους που καθιστούν αδύνατη τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, κάτι που ήδη συμβαίνει στη Δυτική Όχθη. Ο Τραμπ πρέπει να ασκήσει πίεση στον Νετανιάχου για να σταματήσει η επέκταση των εποικισμών, οι πιέσεις στους Παλαιστινίους και οι φωνές υπέρ της προσάρτησης από το Λικούντ.

Η Ιστορία προσφέρει ευκαιρίες, αλλά σπάνια διαρκούν. Με το Ιράν και τις δυνάμεις του σε υποχώρηση, αυτή είναι η στιγμή για έναν νέο συνασπισμό υπέρ της ειρήνης και της προόδου.

Η ευκαιρία είναι υπαρκτή, αλλά δεν θα γίνει πράξη από μόνη της. Πριν 25 χρόνια αποτύχαμε γιατί δεν πιέσαμε τους Άραβες ηγέτες να αναλάβουν ευθύνη ή να στηρίξουν τον Αραφάτ. Σήμερα, ο Τραμπ μπορεί να μη χάσει την ευκαιρία, μόνο αν απαιτήσει και από τους Άραβες και από το Ισραήλ να αναλάβουν την ευθύνη και να αντισταθούν στους δικούς τους διαφωνούντες.

*Ο Ντένις Ρος είναι σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ουάσινγκτον για την Πολιτική στη Μέση Ανατολή και έχει υπηρετήσει σε ανώτατες θέσεις εθνικής ασφάλειας υπό τις προεδρίες των Ρόναλντ Ρίγκαν, Τζορτζ Χ. Ο. Μπους, Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα.

Πηγή: The Washington Post

Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλο το άρθρο

© HellaZ.GR.News 2025. Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

-